Wikisanakirja:Artikkelitoiveet/Kreikka/Β
Β muokkaa
βα muokkaa
βαβά - βαβαλίζω - Βαβέλ - βαβίζω - βάβισμα - βαβούλι - βαβούρα - βαβυλωνία - βαβυλωνιακά - βαβυλωνιακέ - βαβυλωνιακές - βαβυλωνιακή - βαβυλωνιακής - βαβυλωνιακό - βαβυλωνιακοί - βαβυλωνιακός - βαβυλωνιακού - βάβω
βαγ muokkaa
βαγαποντιά - βαγγέλιο - βαγενάς - βαγένι - βάγια - βαγιά - βαγιόκλαδο - βαγιόκλαρο - βαγκνεριστής - βαγονέτο - βαγόνι
βαδ muokkaa
βαζ muokkaa
βαθ muokkaa
βάθεμα - βάθια - βαθμίδα - βαθμοθεσία - βαθμοθέτης - βαθμοθέτηση - βαθμοθήρας - βαθμοθηρία - βαθμολόγηση - βαθμολογητής - βαθμολογία - βαθμολόγιο - βαθμονόμηση - βαθμονομία - βαθμός - βαθμοφόρος - βαθομέτρηση - βαθόμετρο - βάθος - βαθούλωμα - βαθρακάς - βάθρακας - βάθρο - βαθυμετρία - βαθύμετρο - βαθύνοια - βαθυσκάφος - βαθύσφαιρα - βαθύτητα
βακ muokkaa
βακαλάος - βακελίτης - βακέτα - βάκιλος - βάκλα - βακούφι - βακτηρία - βακτηριαιμία - βακτηρίαση - βακτηρίδιο - βακτήριο - βακτηριολογία - βακτηρίωση - βάκτρον - βακχεία - βακχευτής - βακχεύτρια
βαλ muokkaa
βαλανίδι - βαλανιδιά - βαλανιδόψωμο - βαλανίτιδα - βάλανος - βαλάντιο - βαλάντωμα - βαλβίδα - βαλβιδοπλαστική - βαλβολίνη - βαλεριάνα - βαλές - βαλίνη - βαλίτζα - βαλίτσα - βαλίτσες - βαλκανιονίκης - βαλκανολογία - βαλκανολόγος - βαλλισμός - βαλλονικά - βαλονικά - βαλς - βάλσαμο - βαλσάμωμα - βαλσάμωση - βάλσιμο - βαλτόνερα - βαλτονέρια - βάλτος - βαλτοτόπι - βαλτότοπος
βαμ muokkaa
βαμβακέλαιο - βαμβακέμπορος - βαμβάκι - βαμβακοπαραγωγή - βαμβακοπαραγωγός - αμβακόπιτα - βαμβακόσπορος - βαμβακουργία - βαμβακοφυτεία - βάμβαξ - βάμμα - βαμπάκι - βαμπίρ - βάμπιρος
βαν muokkaa
βάνα - βανάδιο - βαναυσότης - βναυσότητα - βαναυσούργημα - βανδαλισμός - βάνδαλος - βανίλια
βαπ muokkaa
βαποράκι - βαπόρι - βαποριά - βάπτιση - βαπτίσια - βάπτισις - βάπτισμα - βαπτιστής
βαρ muokkaa
βάραθρο - βάραθρον - βαράθρωση - βαράθρωσις - βαρβαρισμός - βαρβαρότης - βαρβατιά - βαρβατίλα - βαρβατότητα - βάρβιτος - βαρβιτουρικά - βαρδάρης - βάρδια - βαρδιάνος - βαρδιάτορας - βάρδος - βαρεία - βαρέλα - βαρελάδικο - βαρελάκι - βαρελάς - βαρέλι - βαρελοποιία - βαρελοποιός - βαρελοσανίδα - βαρελοσάνιδο - βαρελοσανίς - βαρελότο - βάρεμα - βαρεμάρα - βαρεμένη - βαρεμός - βαρηκοΐα - βαριά - βαρίδι - βαρίδιον - βαριεμάρα - βαριεστημάρα - βαριεστιμάρα - βαριεστισμάρα - βαριετέ - βάριο - βάριον - βάρκα - βαρκάδα - βαρκαδιάτικα - βαρκάκι - βαρκάρης - βαρκάρισσα - βαρκαρόλα - βαρκούλα - βαρόμετρο - βαρόμετρον - βαρονέσα - βαρονέτος - βαρόνη - βαρονία - βαρονίς - βαρόνος - βάρος - βαροστομαχιά - βαρούλκο - βάρσαμο - βάρσαμος - βαρύαυλος - βαρυγκώμια - βαρυθυμία - βαρυθυμιά - βαρυποινίτης - βαρυποινίτισσα - βαρυστομαχιά - βαρύτητα - βαρυχειμωνιά - βαρώνος
βασ muokkaa
βασάλτης - βασανάκι - βασάνισμα - βασανισμός - βασανιστήρια - βασανιστήριο - βασανιστήριον - βασανιστής - βασανίστρια - βάσανο - βάσανον - βάσανος - βάση - βασιβουζουκισμός - βασιβουζούκος - βασιλέας - βασιλεία - βασίλειο - βασίλειον - βασίλεμα - βασιλεύς - βασιλιάς - βασιλίδα - βασιλίκι - βασιλίσκος - βασίλισσα - βασιλοκόρη - βασιλοκτονία - βασιλομήτωρ - βασιλοπαίδι - βασιλόπιτα - βασιλοπούλα - βασιλόπουλο - βασιλόφρονας - βασιλόφρων - βασιμότης - βασιμότητα - βάσις - βάσκαμα - βασκανία - βασκαντήρα - βασκικά - βάσταγμα - βαστάζος
βατ muokkaa
βατ - βάτα - βάτεμα - βατερλό - βάτευμα - βατήρας - βατίστα - βάτο - βατόμουρο - βάτος - βατότης - βατότητα - βατραχάνθρωπος - βατράχι - βατραχίνα - βατραχοειδή - βατραχοπέδιλο - βάτραχος - βατραχοφαγία - βατσίνα - βατσινιά - βάτσινο - βαττάρισμα - βατταρισμός - βαττολογία
βαυ muokkaa
βαφ muokkaa
βαφέας - βαφείο - βαφείον - βαφεύς - βαφή - βαφιάς - βάφτιση - βαφτίσια - βάφτισμα - βαφτιστήρα - βαφτιστήρι - βαφτιστής βάψη - βάψιμο - βάψις
βγ muokkaa
βγα muokkaa
βδ muokkaa
βδε muokkaa
βδέλλα - βδέλυγμα - βδελυγμία - βδελυγμός
βδί muokkaa
βδο muokkaa
βε muokkaa
βεβ muokkaa
βεβαιότητα - βεβαίωση - βεβήλωση
βεγ muokkaa
βεγγαλικά - βεγγαλικό - βεγγέρα - βεγόνια
βεδ muokkaa
βεδισμός - βεδουίνα - βεδουίνος - βεδούρα - βεδούρι
βεζ muokkaa
βελ muokkaa
βελάδα - βελανίδι - βελανιδιά - βέλασμα - βελέντζα - βελζεβούλης - βεληνεκές - βέλο - βελοθήκη - βελόνα - βελονάκι - βελόνι - βελονιά - βελόνιασμα - βελονισμός - βελονοθεραπεία - βελονοθήκη - βέλος - βελούδο - βελούχι - βελτιοδοξία - βελτίωση
βεν muokkaa
βένδα - βενεδικτίνη - βενετικά - βενζίνα - βενζινάδικο - βενζινάκατος - βενζιναντλία - βενζινάροτρο - βενζινάροτρον - βενζίνη - βενζινοκινητήρας - βενζινόκολλα - βενζινομηχανή - βενζινόπλοιο - βενζινοπώλης - βενζινοπώλισσα - βενζόη - βενζόλη - βένθος - βεντάγια - βεντάλια - βεντέμα - βεντέτα - βεντετισμός - βεντούζα
βερ muokkaa
βέρα - βεράντα - βερβερίτσα - βέργα - βεργάλι - βεργαντίνο - βεργίτσα - βεργολυγερή - βεργούλα - βερεσέδια - βερεσές - βερικοκιά - βερικοκκέα - βερίκοκκον - βερίκοκο - βερμούτ - βερμπαλισμός - βερμπαλιστής - βερνίκι - βερνίκιον - βερνίκωμα - βερνισάζ
βεσ muokkaa
βέσπα - βεστιάριο - βεστιάριον
βετ muokkaa
βη muokkaa
βημ muokkaa
βήμα - βηματισμός - βηματοδότης - βημόθυρον
βηξ muokkaa
βηρ muokkaa
βηρύλλιο - βηρύλλιον - βήρυλλος - βήτα
βηχ muokkaa
βι muokkaa
βια muokkaa
βία - βια - βιαιοπραγία - βιαιότητα - βιάση - βιασμός - βιαστής - βιασύνη
βιβ muokkaa
βιβάρι - βιβλιαράκι - βιβλιάριο - βιβλιεκδότης - βιβλιεκδότρια - βιβλιεμπόριο - βιβλίο - βιβλιογνωσία - βιβλιογνώστης - βιβλιογραφία - βιβλιοδεσία - βιβλιοδέτης - βιβλιοδέτηση - βιβλιοδετικά - βιβλιοδετική - βιβλιοδέτρια - βιβλιοθηκάριος - βιβλιοθήκη - βιβλιοθηκονομία - βιβλιοθηκονόμος - βιβλιοκαπηλία - βιβλιοκάπηλος - βιβλιοκρισία - βιβλιολάτρης - βιβλιολατρία - βιβλιολάτρισσα - βιβλιολογία - βιβλιομανία - βιβλιοπωλείο - βιβλιοπώλης - βιβλιοπώλις - βιβλιοπώλισσα - βιβλιόσημο - βιβλιόσημον - βιβλιοσυλλέκτης - βιβλιοσυλλέκτρια - βιβλιοτεχνία - βιβλιοφάγος - βιβλιοφιλία - βιβλιοχαρτοπωλείο - βιβλιοχαρτοπώλης - βιβλιοχαρτοπώλισσα - βιβλιόψειρα - βιβλισμός - βιβλιστής - βίβλος
βιγ muokkaa
βιδ muokkaa
βίδα - βιδάνιο - βιδέλο - βιδολόγος - βίδωμα - βιδωτήρι
βιε muokkaa
βίζ muokkaa
βικ muokkaa
βίκι - βικιποίηση - βίκος
βιλ muokkaa
βιμ muokkaa
βιμπράτο - βιμπραφόν - βιμπραφωνίστας
βιμ muokkaa
βιν muokkaa
βινιέτα - βίντεο - βιντεοδιαφήμιση - βιντεοδίσκος - βιντεοεγγραφή - βιντεοκάμερα - βιντεοκασέτα - βιντεοκλάμπ - βιντεοπειρατεία - βιντεοπειρατής - βιντεοσκόπηση - βιντεοταινία - βιντεοτέξ - βιντοεφημερίδα - βίντσι
βιο muokkaa
βιο - βιοαστροναυτική - βιογένεση - βιογενετική - βιογεωγραφία - βιογονία - βιογραφία - βιογράφος - βιοδυναμική - βιοενεργητική - βιοηλεκτρισμός - βιοθεραπεία - βιοκαλλιέργεια - βιοκλιματολογία - βιοκοινότητα - βιόλα - βιολέτα - βιολί - βιολιστής - βιολίστρια - βιολιτζής - βιολογία - βιολόγος - βιολονίστας - βιολοντσελίστας - βιολοντσέλο - βιόλυση - βιομάζα - βιομετρία - βιομηχανία - βιομηχανισμός - βιομηχανοποίηση - βιομηχανοποίησις - βιομήχανος - βιονική - βιονομία - βιοπαλαιστής - βιοπαλαίστρια - βιοπάλη - βιοπορισμός - βιορυθμός - βιος - βιοσοφία - βιοσπηλαιολογία - βιοσύνθεση - βιόσφαιρα - βιοτέχνης - βιοτεχνία - βιοτεχνολογία - βιοτεχνολόγος - βιότοπος - βιοτυπολογία - βιότυπος - βιοφυσική - βιοφωσφορισμός - βιοφωτογραφία - βιοχημεία - βιοχρονολόγηση - βιοψία
βιρ muokkaa
βισ muokkaa
βισμούθιο - βισμούθιον - βίσονας - βίσων
βιτ muokkaa
βιταλισμός - βιταμίνη - βιτρίνα - βιτριόλι - βιτριόλιον - βίτσα - βιτσιά - βίτσιο
βιω muokkaa
βίωμα - βιωματικότητα - βίωση - βιωσιμότα - βιωσιμότητα - βίωσις
βλ muokkaa
βλα muokkaa
βλαβερότης - βλαβερότητα - βλάβη - βλαισοποδία - βλάκας - βλακεία - βλακέντιος - βλακόμετρο - βλακόμουτρο - βλάμης - βλάμισσα - βλαντζί - βλαπτικότης - βλαπτικότητα - βλαστάρι - βλαστάριον - βλάστη - βλάστημα - βλαστήμια - βλάστηση - βλάστησις - βλαστικότης - βλαστικότητα - βλαστολόγημα - βλαστομύκης - βλαστομύκητας - βλαστομυκητίαση - βλαστομυκητίασις - βλαστός - βλασφημία - βλατί - βλατίδα - βλάττη - βλάχα - βλαχιά - βλάχικα - βλάχιμο - βλαχοδημαρχίνα - βλαχοδήμαρχος - βλαχοπούλα - βλαχόπουλο - βλάχος - βλαχουριό - βλαχοχώρι
βλε muokkaa
βλέμμα - βλέννα - βλεννορραγία - βλεννόρροια - βλεπάτορας - βλεπές - βλεφαρίδα - βλεφαρίς - βλεφαρίτιδα - βλεφαρίτις - βλέφαρο - βλέφαρον - βλεφαρόσπασμος - βλέψη - βλέψις
βλη muokkaa
βλι muokkaa
βλο muokkaa
βλογιά - βλοσυρότης - βλοσυρότητα
βλω muokkaa
βο muokkaa
βοα muokkaa
βογ muokkaa
βοδ muokkaa
βοε muokkaa
βοη muokkaa
βοή - βοήθεια - βοήθημα - βοηθός - βοηλάτης
βοθ muokkaa
βοι muokkaa
βοϊδάμαξα - βόιδι - βοϊδολάτης
βολ muokkaa
βολά - βολάν - βολαπούκ - βολβόριζα - βολβός - βόλεϊ - βόλεϊμπόλ - βόλεϊ μπολ - βολεϊμπολίστας - βόλεμα - βολή - βόλι - βολίδα - βολιδοσκόπηση - βολιδοσκόπησις - βολίς - βόλισμα - βόλιτα - βολοκόπος - βολονταρισμός - βόλος - βόλτ - βολτ - βόλτα - βολτάμετρο - βολτάμετρον
βομ muokkaa
βόμβα - βομβαρδισμός - βομβητής - βομβιστής - βομβίστρια - βόμβος - βόμβυκας - βομβύκιο - βομβυκοτροφία - βομβυκοτρόφος - βόμβυξ
βον muokkaa
βορ muokkaa
βορά - βόρβορος - βορβοροφαγία - βοργόνα - βόρεια λαπωνικά - βόρεια σότο - βορειοελλαδίτης - βορειοελλαδίτισσα - βοριαδάκι - βοριάς - βόριο - βόριον - βορράς
βοσ muokkaa
βοσκή - βόσκημα - βόσκηση - βόσκησις - βοσκοπούλα - βοσκόπουλο - βοσκός - βοσκοτόπι - βοσκότοπος - βοσνιακά - βόστρυχος - βοστρύχωμα - βοστρύχωση - βοστρύχωσις
βοτ muokkaa
βοτάνι - βοτάνισμα - βότανο - βοτανολογία - βοτανολόγος - βότκα - βότρυς - βότσαλο
βου muokkaa
βουβάλα - βουβάλι - βούβαλος - βουβαμάρα - βουβαμός - βούβιασμα - βουβώνας - βουβωνοκήλη - βουδισμός - βουδιστής - βουδίστρια - βουή - βουητό - βούισμα - βούκα - βουκέντρα - βούκινο - βούκκα - βουκόλος - βούλα - βουλγαρικά - βουλεβάρτο - βούλευμα - βουλευτήριο - βουλευτήριον - βουλευτής - βουλευτιλίκι - βουλευτίνα - βουλευτοκρατία - βουλή - βούληση - βουλησιαρχία - βούλησις - βούλιαγμα - βούλιασμα - βουλιμία - βουλκανιζατέρ - βουλκανισμός - βούλλα - βουλοκέρι - βούλωμα - βουνάκι - βουναλάκι - βούνευρο - βούνευρον - βουνί - βουνό - βουνοκορφή - βουνόν - βουνοπλαγιά - βουνοποριά - βουνοσειρά - βουρβουλακητό - βουρβουλακίδα - βουρβουλάκισμα - βούργια - βουργιάλι - βουρδουλιά - βούρδουλος - βουρκάρι - βουρκονέρι - βουρκόνερο - βούρκος - βουρκοτόπι - βουρκότοπος - βούρκωμα - βούρλα - βουρλισιά - βούρλισμα - βούρλο - βούρνα - βούρτσα - βουρτσιά - βούρτσισμα - βουστάσιο - βούτηγμα - βούτημα - βουτήματα - βουτηχτής - βουτιά - βουτροφία - βουτρόφος - βουτσί - βουτσινάς - βουτυράς - βουτυρίλα - βούτυρο - βουτυρόγαλα - βουτυροκομείο - βουτυροκομία - βουτυροκόμος - βούτυρον - βουτυρόπαιδο - βουτυροποιείο - βουτυροποιείον - βουτυροποιία - βουτυροποιός - βουτυροπωλείο - βουτυροπωλείον - βουτυροπώλης
βοχ muokkaa
βρ muokkaa
βρα muokkaa
βραβείο - βραβείον - βράβευση - βραγιά - βράγχια - βραδάκι - βραδιά - βράδιασμα - βράδυ - βραδυγλωσσία - βραδυκαρδία - βραδύνοια - βράδυνση - βράδυνσις - βραδυπορία - βραδυσφυγμία - βραδύτης - βραδύτητα - βραδυψυχισμός - βράκα - βρακάκι - βρακί - βρακοζώνα - βρακοφόρος - βράκτιο - βράση - βρασιά - βράσιμο - βράσκη - βρασμός - βραστήρ - βραστήρας - βρατσέρα - βράχια - βραχιόλι - βραχίονας - βραχίων - βράχμα - βραχμάν - βραχμανισμός - βραχμάνος - βράχνα - βραχνάδα - βραχνάς - βράχνιασμα - βραχογραφία - βραχονήσι - βραχονησίδα - βραχονησίς - βράχος - βραχότοπος - βραχυγραφία - βραχυκύκλωμα - βραχυλογία - βράχυνση - βράχυνσις - βραχύτης - βραχύτητα
βρε muokkaa
βρέγμα - βρέξιμο - βρεσίδι - βρέσιμο - βρετίκια - βρετονικά - βρεφοδόχος - βρεφοζυγός - βρεφοκομείο - βρεφοκομείον - βρεφοκομία - βρεφοκόμος - βρεφοκτονία - βρεφοκτόνος - βρέφος - βρεχάμενα - βρεχτοκούκια - βρεχτούρα
βρι muokkaa
βριγαντίνο - βρίζα - βρικόλακας - βρικολάκιασμα - βρισιά - βρισίδι - βρίσιμο
βρο muokkaa
βρογκεκτασία - βρογχιολίτιδα - βρογχίτιδα - βρογχίτις - βρογχοκήλη - βρογχοπνευμονία - βρόγχος - βρογχοσκόπηση - βρογχοσκόπησις - βρογχοσκόπιο - βρογχοσκόπιον - βρογχοτομία - βρόμα - βρομάνθρωπος - βρομερότης - βρομερότητα - βρόμη - βρομιά - βρόμιο - βρομισιά - βρόμισμα - βρομόγλωσσα - βρομοδουλειά - βρομόκαιρος - βρομόλογο - βρομονέρι - βρομόνερο - βρομόξυλο - βρομόπαιδο - βρομόσκυλο - βρομόστομα - βρομούσα - βρομύλος - βροντή - βρόντημα - βρόντος - βροντόσαυρος - βρούβα - βρούχος - βροχή - βρόχι - βροχόλουρο - βροχόμετρο - βροχόνερο - βροχόπτωση - βρόχος
βρυ muokkaa
βρυκόλακας - βρύο - βρυόφυτα - βρύση - βρυσομάνα - βρυσούλα - βρυχηθμός βρώμα - βρωματοχημεία - βρώμη - βρώμιο - βρώμιον - βρώση - βρώσις
βυ muokkaa
βυζ muokkaa
βύζαγμα - βυζάκι - βυζανιάρικο - βυζαντινισμός - βυζαντινολογία - βυζαντινολόγος - βυζάρα - βυζαρού - βυζασταρούδι - βυζάστρα - βυζάχτρα - βυζί - βυζομαλακία - βυζού
βυθ muokkaa
βύθια - βύθιση - βύθισις - βύθισμα - βυθοκόρος - βυθομέτρηση - βυθομέτρησις - βύθος - βυθός - βυθοσκόπηση - βυθοσκόπιο - βυθοσκόπιον
βυν muokkaa
βύνη - βυνοσάκχαρο - βυνοσάκχαρον
βυρ muokkaa
βύρσα - βυρσοδεψείο - βυρσοδεψείον - βυρσοδέψης - βυρσοδεψία - βυρσοδεψική - βύρσωμα - βυρωνισμός
βυσ muokkaa
βύσμα - βυσσινάδα - βυσσινέα - βυσσινιά - βύσσινο - βύσσινον