Wikisanakirja:Artikkelitoiveet/Kreikka/Ζ

Wikisanakirja:Artikkelitoiveet/Kreikka

ζαβ

muokkaa

ζαβάδα - ζαβαλής - ζάβαλης - ζαβλάκωμα - ζαβλακωμάρα - ζαβολιά - ζαβομάρα

ζαγ

muokkaa

ζαγάρι

ζαζ

muokkaa

ζαζάκι

ζακ

muokkaa

ζακέτα - ζακόνι

ζαλ

muokkaa

ζαλάδα - ζάλη - ζαλιά - ζαλίκα - ζαλίκι - ζάλισμα - ζάλο

ζαμ

muokkaa

ζαμάνι - ζαμάνια - ζαμάν φου - ζαμανφουτισμός - ζαμανφουτίστας - ζαμανφουτιστικός - ζαμπάκι - ζαμπόν

ζαν

muokkaa

ζάντα

ζαπ

muokkaa

ζάπι - ζάπινγκ - ζαπτιές

ζαρ

muokkaa

ζάρα - ζαργάνα - ζαρζαβάτι - ζαρζαβατικό - ζάρι - ζαριά - ζαρίφης - ζαρίφισσα - ζαριφλίκι - ζαρκάδι - ζαρντινιέρα - ζαρτιέρα - ζάρωμα - ζαρωματιά

ζατ

muokkaa

ζατρίκιο

ζαφ

muokkaa

ζαφείρι - ζαφορά - ζάφτι

ζαχ

muokkaa

ζάχαρη - ζαχαριέρα - ζαχαρίνη - ζάχαρις - ζάχαρο - ζαχαροδιαβήτης - ζαχαροκάλαμο - ζαχαρομύκητας - ζαχαροπλαστείο - ζαχαροπλάστης - ζαχαροπλαστική - ζαχαροπλάστισσα - ζαχαροποιία - ζαχαρότευτλο - ζαχάρωμα - ζαχαρωτό

ζεβ

muokkaa

ζεβζεκιά - ζέβρα - ζέβρος

ζει

muokkaa

ζεϊμπέκης

ζελ

muokkaa

ζελατίνα - ζελέ

ζεμ

muokkaa

ζεμάν φου - ζεμανφουτισμός - ζεμανφουτίστας - ζεμανφουτιστικός - ζεμανφουτίστρια - ζεμάτισμα - ζεμπίλι

ζεν

muokkaa

ζενίθ - ζεν πρεμιέ

ζεο

muokkaa

ζέον

ζερ

muokkaa

ζερβοκουτάλα - ζερό - ζέρσεϊ

ζεσ

muokkaa

ζεσεοσκοπία - ζεσεοσκόπιο - ζέση - ζέστα - ζέσταμα - ζεστασιά - ζέστη - ζεστό - ζεστοκόπημα

ζευ

muokkaa

ζευγαράκι - ζευγάρι - ζευγάρισμα - ζευγάρωμα - ζευγάς - ζευγίτης - ζεύγλα - ζεύγμα - ζευγολάτης - ζευγολατιό - ζευγόλουρο - ζεύγος - ζεύκι - ζευκτήρ - ζεύξη - Ζευς

ζεφ

muokkaa

ζέφυρος

ζεψ

muokkaa

ζέψιμο

ζηλ

muokkaa

ζηλαδέρφια - ζήλια - ζηλιαρόγατα - ζηλιαρόγατος - ζήλος - ζηλοτυπία - ζηλοφθνία - ζηλοφθόνια - ζηλωτής - ζηλώτρια

ζημ

muokkaa

ζημία - ζημιά

ζην

muokkaa

ζην

ζησ

muokkaa

ζήση

ζητ

muokkaa

ζήτα - ζητακισμός - ζήτημα - ζήτηση - ζητητής - ζητιάνα - ζητιανιά - ζητιάνος - ζήτουλας - ζητωκραυγή

ζιβ

muokkaa

ζιβάγκο - ζιβανία

ζιγ

muokkaa

ζιγκ-ζαγκ - ζιγκολέτα - ζιγκολό - ζιγκουράτ

ζιζ

muokkaa

ζιζάνια - ζιζάνιο - ζιζανιοκτόνο

ζικ

muokkaa

ζικ ζακ

ζιλ

muokkaa

ζιλέ - ζίλι

ζιμ

muokkaa

ζιμπούλι

ζιν

muokkaa

ζίννια

ζιο

muokkaa

ζίου ζίτσου

ζιπ

muokkaa

ζιπ κιλότ

ζιρ

muokkaa

ζιρκόνιο

ζιτ

muokkaa

ζιτούνι

ζο

ζογ

muokkaa

ζογκλέρ

ζομ

muokkaa

ζόμπι

ζορ

muokkaa

ζόρε - ζορζέτα - ζόρι - ζοριλίκι - ζόρισμα - ζορμπαλής - ζορμπαλίκι - ζορμπάς

ζου

muokkaa

ζουάβος - ζουάνγκ - ζούγκλα - ζούδι - ζούδος - ζούζουλο - ζουζούνι - ζουζούνισμα - ζούλα - ζουλάπι - ζούληγμα - ζούλημα - ζούλισμα - ζουλού - ζουμ - ζουμί - ζουμπάς - ζούμπερα - ζούμπερο - ζουμπούλι - ζούπισμα - ζούρα - ζούρια - ζούριασμα - ζουρίδα - ζούρλα - ζουρλαμάρα - ζούρλια - ζουρλομανδύας - ζουρλοπαντιέρα - ζουρνάς - ζουφάδα

ζοφ

muokkaa

ζοφερότητα - ζόφος

ζοχ

muokkaa

ζοχάδα - ζοχάδας - ζοχός

ζυγ

muokkaa

ζυγαριά - ζύγι - ζύγιασμα - ζύγιση - ζύγισμα - ζυγιστής - ζυγιστικά - ζυγολόγιο - ζυγολούρι - ζυγός - ζυγοστάθμιση - ζυγούρι - ζύγωμα

ζυθ

muokkaa

ζυθεστιατόριο - ζυθοζύμη - ζυθοποιείο - ζυθοποοία - ζυθοποσία - ζυθοπωλείο - ζυθοπώλης - ζύθος

ζυμ

muokkaa

ζυμάρι - ζυμαρικό - ζύμη - ζυμομύκητας - ζυμομυκητίαση - ζυμοτεχνία - ζύμωμα - ζύμωση - ζυμωτήριο - ζυμωτής - ζυμώτρα - ζυμώτρια ζω

ζώ

ζωα

muokkaa

ζώα - ζωάκι - ζωανθρωπία - ζωάνθρωπος - ζωάριο - ζωάρκεια

ζωγ

muokkaa

ζωγραφιά - ζωγραφική - ζωγράφισμα - ζωγράφος

ζωδ

muokkaa

ζώδιο

ζωε

muokkaa

ζωέμπορας - ζωεμπορία - ζωέμπορος

ζωη

muokkaa

ζωή - ζωηράδα - ζωηρότητα

ζωμ

muokkaa

ζωμάρι - ζώμη - ζωμός

ζων

muokkaa

ζωνάρι - ζώνη - ζωντάνεμα - ζωντάνια - ζωντανό - ζωντόβολο - ζωντοχήρα - ζωντοχήρος

ζωο

muokkaa

ζώο - ζωοαγορά - ζωογεωγραφία - ζωόγλοια - ζωογόνηση - ζωοδότης - ζωοδότρα - ζωοθεϊσμός - ζωοκλέφτης - ζωοκλοπή - ζωοκομία - ζωοκτονία - ζωολάτρης - ζωολατρία - ζωολάτρισσα - ζωολογία - ζωολόγος - ζωομορφισμός - ζωονομία - ζωοπάζαρο - ζωοπανήγυρη - ζωοπλαγκτόν - ζωοποίηση - ζωοτεχνία - ζωοτοκία - ζωοτομία - ζωοτοξίνη - ζωοτροφείο - ζωοτροφή - ζωοτροφία - ζωοτρόφος - ζωούλα - ζωοφαγία - ζωοφιλία - ζωοφοβία - ζωοφόρος - ζωοφυσική - ζωοχημεία - ζωοψία

ζωπ

muokkaa

ζώπυρο

ζωρ

muokkaa

ζωροαστρισμός

ζωσ

muokkaa

ζώσιμο - ζωστήρα - ζωστήρας

ζωτ

muokkaa

ζωτικότητα

ζωυ

muokkaa

ζωύφιο

ζωφ

muokkaa

ζωφόρος