Wikisanakirja:Artikkelitoiveet/Kreikka/Ν

Wikisanakirja:Artikkelitoiveet/Kreikka

ναβ muokkaa

νάβα

ναγ muokkaa

ναγέτα - νάγια

ναδ muokkaa

ναδίρ

ναζ muokkaa

νάζι - ναζί - ναζισμός - ναζιστής

ναι muokkaa

ναι - ναϊάδα - νάιλον - νάιρα - νάιτ κλαμπ

νάκ muokkaa

νακα - νάκαρα

ναμ muokkaa

νάμα - ναμάζι - ναματερό - νάμι

ναν muokkaa

νανάκια - νάνι - νανισμός - νανοαπολίθωμα - νανοκεφαλία - νανοκορμία - νανομελία - νάνος - νανοσωμία - νανούρισμα

ναο muokkaa

ναοδομία - ναός - νάουατλ

ναπ muokkaa

ναπάλμ - νάπη - ναπολεόνι - ναπολιτάνικα

ναρ muokkaa

ναργιλές - νάρδος - νάρθηκας - ναρκαλιεία - ναρκαλιευτικό - νάρκη - ναρκισσισμός - νάρκισσος - ναρκοδηλητηρίαση - ναρκοθεραπεία - ναρκοθέτηση - ναρκοθέτις - ναρκοληψία - ναρκομανία - ναρκοπέδιο - ναρκοσυλλέκτις - νάρκωση - ναρκωτής - ναρκωτικά - ναρκωτικό

νασ muokkaa

ναστόδερμα - ναστόλιθος - ναστόχαρτο

νατ muokkaa

νατιβισμός - νατουραλισμός - νατουραλιστής - νατριαιμία - νάτριο

ναυ muokkaa

ναυαγιαίρεση - ναυαγιαιρεσία - ναυάγιο - ναυαγός - ναυαγοσώστης - ναυαγοσωστικό - ναυαρχείο - ναυαρχία - ναυαρχίδα - ναύαρχος - ναύδετο - ναυκληρία - ναύκληρος - ναύλα - ναυλαγορά - ναυλολόγιο - ναυλομεσίτρια - ναυλομεσίτης - ναύλος - ναυλοσύμφωνο - ναύλοχος - ναύλωμα - ναύλωση - ναυλωτήριο - ναυλωτής - ναυλωτικό - ναυλώτρια - ναυμαχία - ναυμάχος - ναυπηγείο - ναυπήγημα - ναυπήγηση - ναυπηγία - ναυπηγός - ναυς - ναυσιπέδη - ναύσταθμος - ναυτάκι - ναυταπάτη - ναυταποστολή - ναυτασφάλεια - ναυτεργασία - ναυτεργάτης - ναύτης - ναυτία - ναυτίαση - ναυτικό - ναυτιλία - ναυτίλος - ναυτοδίκης - ναυτοδάνειο - ναυτοδικείο - ναυτολόγηση - ναυτολογία - ναυτολόγιο - ναυτολόγος - ναυτομεσίτης - ναυτόπαιδο - ναυτόπουλο - ναυτοσύνη - ναυτοφυλακή - ναυτώνας

ναφ muokkaa

νάφθα - ναφθαλίνη

νγκ muokkaa

νγκόνι

νεα muokkaa

νεανίας - νεανικότητα - νεάνις - νεανίσκος - νεάργυρος - νεαρότητα - νέαση - νεβρίδα - νεβρός - νέγρα - νέγρος - νέηλυς

νεκ muokkaa

νέκρα - νεκρανάσταση - νεκράνθεμο - νεκρεγερσία - νεκροβίωση - νεκρόδειπνο - νεκροθάφτης - νεκροθήκη - νεκροκέρι - νεκροκεφαλή - νεκροκρέβατο - νεκρολατρεία - νεκρολάτρης - νεκρολογία - νεκρολούλουδο - νεκρομαντεία - νεκρομαντείο - νεκρομάντης - νεκροπομπός - νεκροπούλι - νεκρός - νεκροσέντουκο - νεκροστόλισμα - νεκροσυλία - νεκροταφείο - νεκρότητα - νεκροτομείο - νεκροτομή - νεκροτομία - νεκροφάνεια - νεκροφιλία - νεκροφοβία - νεκρόφοβος - νεκροφόρα - νεκροφύλακας - νεκροφυλακείο - νεκροψία - νέκρωμα - νέκρωση - νεκρώσιμο - νεκρώσιμον - νέκταρ - νεκταρίνι

νεμ muokkaa

νέμεση - νέμεσις

νεν muokkaa

νένα - νενέ

νεο muokkaa

νέο - νεοανθρωπισμός - νεοαποικιοκρατία - νεοβιταλισμός - νεογνό - νεογνολογία - νεοδαρβινισμός - νεοδύμιο - νεοελληνιστής - νεοελληνίστρια - νεοεμπρεσιονισμός - νεοεμπρεσιονιστής - νεοεμπρεσιονίστρια - νεοθετικισμός - νεοκαντιανισμός - νεοκαπιταλισμός - νεοκλασικισμός - νεοκλασικιστής - νεοκλασικίστρια - νεολαία - νεολαίος - νεολιθική - νεολογισμός - νεομαρξισμός - νεομάρτυρας - νεομπαρόκ - νεομυκίνη - νέον - νεοναζί - νεοναζισμός - νεοναζιστής - νεοναζίστρια - νεονορβηγικά - νεοουμανισμός - νεοπλασία - νεόπλασμα - νεοπλαστία - νεοπλατωνισμός - νεοπλουτισμός - νεορεαλισμός - νεορομαντισμός - νεοσσός - νεοσύλλεκτος - νεοσύλλεχτος - νεότητα - νεοτουρκισμός - νεοφασισμός - νεοφασίστας - νεοφασίστρια - νεοφιλελευθερισμός - νεοφοβία - νεοφροϊδισμός - νεοφροϊδιστής - νεοφροϊδίστρια

νεπ muokkaa

νεπάλι - νεποτισμός

νερ muokkaa

νεράγκαθο - νεραγκούλα - νεράιδα - νεραϊδόξυλο - νεραϊδόπαιδο - νεραϊδόπαρμα - νεραϊδόπουλο - νεράιδος - νεραϊδόχορτο - νεράκι - νεραντζάκι - νεραντζάνθι - νεράντζι - νεραντζιά - νεραντζούλα - νερό - νεροβάρελο - νερόβρασμα - νερογυρισιά - νεροδεσιά - νεροζύγι - νεροκάλαμο - νεροκανάτα - νεροκάνατο - νεροκάρδαμο - νεροκολοκύθα - νεροκολοκυθιά - νεροκολόκυθο - νερόκοτα - νεροκουβαλητής - νεροκουβαλήτρα - νερόκρασο - νεροκράτης - νερόκρινο - νερολαδιά - νερολάπαθο - νερολούλουδο - νερομάζωμα - νερομάνα - νερομολόχα - νερομπογιά - νερομπούλι - νερόπιασμα - νερόπλυμα - νεροποντή - νεροπότηρο - νεροπούλι - νεροπρίονο - νεροσυρμή - νεροτριβή - νερούλιασμα - νεροφάγωμα - νεροφίδα - νερόφιδο - νεροχελίδονο - νεροχελώνα - νέρωμα

νετ muokkaa

νετρίνο - νετρόνιο

νευ muokkaa

νεύμα - νευρά - νευραλγία - νευρασθένεια - νευρείλημα - νευρίασμα - νευρικότητα - νευρίτιδα - νεύρο - νευροαρθριτισμός - νευροβλάστη - νευρογλοία - νευροδερματίτιδα - νευροκαβαλίκεμα - νευρολογία - νευρολόγος - νευρομυελίτιδα - νευρομυελίτις - νευροπάθεια - νευροπαθολογία - νευροπληξία - νευρορραφή - νευρορραφία - νευρόσπασμα - νευρόσπαστο - νευροτομή - νευροτομία - νευροτροπισμός - νευροχειρουργική - νευροχειρουργός - νευροψυχολογία - νευροψυχολόγος - νεύρωμα - νευρών - νευρώνας - νεύρωση - νεύσις

νεφ muokkaa

νέφαλο - νεφέλη - νεφεληγερέτης - νεφέλιον - νεφελομαντεία - νεφέλωμα - νεφόκαμα - νεφολογία - νεφομετρία - νέφος - νεφοσκόπιο - νεφραλγία - νεφραμιά - νεφρεκτομή - νεφρεκτομία - νεφρί - νεφρίδιο - νεφρίδιον - νεφρίτης - νεφρίτιδα - νεφρίτις - νεφρό - νεφροκήλη - νεφρολιθίαση - νεφρολιθίασις - νεφρόλιθος - νεφρολογία - νεφρολόγος - νεφροπάθεια - νεφρόπτωση - νεφροπτωσία - νεφρός - νεφροτομή - νεφροτομία - νέφτι - νέφωση

νεω muokkaa

νεωδόχος - νεωκορία - νεωκόρισσα - νεωκόρος - νεωλκείο - νεωλκείον - νεώλκησις - νεώλκιο - νεώριο - νεώσοικος - νεωτερισμός - νεωτεριστής - νεωτερίστρια

νημ muokkaa

νήμα - νηματίαση - νηματίασις - νημάτιο - νημάτιον - νηματόζωο - νηματομύκητες - νηματοποίηση - νηματόσταυρος - νηματουργείο - νηματουργία - νηματουργός - νημάτωμα

νην muokkaa

νηνεμία

νηο muokkaa

νηογνώμονας - νηολόγηση - νηολόγιο - νηολόγιον - νηοπομπή - νηοψία

νηπ muokkaa

νηπενθές - νηπιαγωγείο - νηπιαγωγός - νήπιο - νηπιοβαπτισμός - νηπιοκτονία - νήπιον

νηρ muokkaa

νηρηίδα - νήριον - νησάκι

νησ muokkaa

νησί - νησίδα - νησίδιο - νησιώτης - νησιώτις - νησιώτισσα - νήσος - νήσσα - νησσοτροφείο - νησσοτροφείον - νησσοτροφία - νηστεία - νήστεια - νηστευτής - νηστεύτρια - νηστικάδα - νήστις

νηφ muokkaa

νηφαλιότης - νηφαλιότητα

νι

νια muokkaa

νια - νιαήμερα - νιάμα - νιάμερα - νιαούρισμα - νιάσιμο - νιάτα

νιζ muokkaa

νιζάμης

νικ muokkaa

νίκελ - νικελίνης - νικέλιο - νικέλωμα - νικέλωση - νίκη - νικητήρια - νικητής - νικήτρια - νικοτίνη - νικοτινίαση - νικοτινίασις - νικοτινισμός

νιλ muokkaa

νίλα

νιο muokkaa

νιόβιο - νιόβιον - νιογάμπρια - νιόγαμπρος - νιόνυφη - νιότη

νιπ muokkaa

νιπτήρ - νιπτήρας

νιρ muokkaa

νιρβάνα

νισ muokkaa

νισαντήρι - νισάφι - νισεστές

νιτ muokkaa

νιτερέσο - νίτικο - νίτρο - νιτροβενζόλιο - νιτρογλυκερίνη - νιτροποίηση - νίτρωση - νιτσεράδα

νιφ muokkaa

νιφάδα - νιφετός - νιφτήρας

νιχ muokkaa

νιχιλισμός - νιχιλιστής - νιχιλίστρια

νιψ muokkaa

νίψιμο - νίψις

νιω muokkaa

νιώσμα

νοβ muokkaa

νοβοκαΐνη

νοδ muokkaa

νοδάρος

νοη muokkaa

νόημα - νοημοσύνη - νόηση - νοησιαρχία - νοησιοκρατία - νοητικότητα

νοθ muokkaa

νοθεία - νόθευση - νοθογένεια - νοθογονία - νοθός

νοι muokkaa

νοικάρης - νοικάρισσα - νοίκι - νοίκιασμα - νοικοκερά - νοικοκεριό - νοικοκυρά - νοικοκύρης - νοικοκυριό - νοικοκυρόπαιδο - νοικοκυροπούλα - νοικοκυρόσπιτο - νοικοκυροσύνη

νοκ muokkaa

νοκ άουτ

νομ muokkaa

νομάδ - νομαρχείο - νομάρχης - νομαρχία - νομάρχις - νομάρχισσα - νομάς - νοματαίοι - νομάτισμα - νομάτοι - νομενκλατούρα - νομεύς - νομή - νομίατρος - νομική - νομικισμός - νομικός - νομιμοποίηση - νομιμότητα - νομιμοφάνεια - νομιμοφροσύνη - νομιναλισμός - νομιναλιστής - νόμισμα - νομισματοθήκη - νομισματοκοπείο - νομισματοκοπία - νομισματολογία - νομισματοπώλης - νομογράφημα - νομογραφία - νομοδιδάσκαλος - νομοθεσία - νομοθέτημα - νομοθέτης - νομοθέτηση - νομοκάνονας - νομολογία - νομομάθεια - νομομαθής - νόμος - νομός - νομοσχέδιο - νομοτέλεια - νομπέλ - νομπέλιο - νομπελίστας - νομπελίστρια - νομπέτης

νον muokkaa

νόνα - νονά - νονοί - νονός

νοο muokkaa

νοολογία - νοομαντεία - νοοτροπία - νοούμενο

νορ muokkaa

Νορβηγία - νορβηγικά - νόρμα - νοροκάλαμο

νοσ muokkaa

νοσηλεία - νοσηλευτήριο - νοσηλευτής - νοσηλεύτρια - νοσήλια - νόσημα - νοσηρότης - νοσηρότητα - νοσογραφία - νοσοκόμα - νοσοκομείο - νοσοκομείον - νοσοκόμος - νοσολογία - νοσομανία - νόσος - νοσοφοβία - νοσταλγία - νοσταλγός - νοστιμάδα - νοστιμιά - νόστος - νοσφισμός - νοσφιστής

νοτ muokkaa

νότα - νοτάριος - νοτιά - νότια νδεμπέλε - νοτιάς - νότια σότο - νότισμα - νοτισμός - νότος

νου muokkaa

νουβέλα - νουθεσία - νουθέτηση - νούλα - νούμερο - νουμερολογία - νουμηνία - νουνά - νουνέχεια - νουνός - νούντσιος - νους - νούφαρο

ντα muokkaa

ντάβα - νταβάνι - νταβάς - νταβατζής - νταβατζιλίκι - νταβατούρι - νταβούλι - νταγλαράς - νταηλίκι - νταής - νταϊφάς - ντα κάπο - νταλαβέρι - νταλαβερτζής - νταλγκάς - ντάλια - νταλιάνι - νταλίκα - νταλικέρης - νταλκάς - ντάμα - νταμαζλούκι - νταμάρι - νταμαρτζής - νταμιτζάνα - νταμλάς - νταμουζλούκι - ντάμπιγκ - ντάμπινγκ - νταμπλ - νταμπλάς - ντάνα - ντάνσιγκ - ντάνσινγκ - νταντά - ντανταϊσμός - νταντέλα - ντάντεμα - νταούλι - ντάπια - ντάρα - νταραβέρι - νταραβερτζής - νταρί - νταρντάνα

ντε muokkaa

ντεβανάγκαρι - ντεϊσμός - ντεκοβίλ - ντεκολτέ - ντεκόρ - ντεκορατέρ - ντεκουπάζ - ντεκουπάρισμα - ντελάλης - ντελβές - ντεληκανής - ντελής - ντελίριο - ντεμί-σεζόν - ντεμπούτο - ντεμπραγιάζ - ντενεκές - ντεντέκτιβ - ντέντεκτιβ - ντεπό - ντεπόζιτο - ντερβέναγας - ντερβένι - ντερβίσης - ντέρμπι - ντέρτι - ντερτιλής - ντεσιμπέλ - ντέτεκτιβ - ντετέκτιβ - ντετερμινισμός - ντεφετισμός - ντεφετιστής - ντέφι

ντι muokkaa

ντίβα - ντιβάνι - ντιβεχί - ντιβιζιονισμός - ντιζάιν - ντιζάινερ - ντιζέζ - ντίζελ - ντιζέρ - ντίλερ - ντιλετάντης - ντιλεταντισμός - ντιμινουέντο - ντιμπέιτ - ντιρεκτίβα - ντιρμπάζα - ντιρχάμ - ντίσκο - ντισκοτέκ

ντο muokkaa

ντο - ντοβλέτι - ντογκ - ντογκόν - ντοκ - ντοκιμαντέρ - ντοκουμεντάρισμα - ντοκουμέντο - ντοκυμαντέρ - ντολμάς - ντόλτσα - ντομάτα - ντοματιά - ντοματοσαλάτα - ντοματοφαγία - ντόμινο - ντομπροσύνη - ντοπάρισμα - ντόπινγκ - ντοπιολαλιά - ντορβάς - ντορής - ντόρος - ντορός - ντόρτι - ντόρτια - ντοσιέ - ντοτόρος - ντου - ντουβάρι - ντουέτο - ντουζ - ντουζίνα - ντουί - ντουλαμάς - ντουλάπα - ντουλαπάκι - ντουλάπι - ντουμάνι - ντουμπλάρισμα - ντούμπλεξ - ντουμπλές - ντουνιάς - ντούπλεξ - ντους - ντουσουρμές - ντούτσε - ντουφέκι - ντουχιουμάνης

ντρ muokkaa

ντράβαλα - ντραμαμίνη - ντρίλι - ντρόγκα - ντρομπροσύνη - ντροπαλοσύνη - ντροπαλότητα - ντροπή - ντρόπιασμα

ντυ muokkaa

ντύμα - ντύσιμο

νυγ muokkaa

νύγμα - νυγμός

νυκ muokkaa

νυκταλωπία - νυκτεγερσία - νυκτερίδα - νυκτερίς - νυκτοπορία - νυκτοπόρος - νυκτοφύλαξ - νυκτωδία

νυμ muokkaa

νυμφαία - νυμφαίο - νυμφαίον - νύμφευση - νύμφευσις - νύμφη - νυμφίδιο - νυμφίοι - νυμφίος - νυμφομανία - νυμφών - νυμφώνας

νυξ muokkaa

νυξ - νύξη - νύξις

νυσ muokkaa

νύστα - νυσταγμός - νυστέρι - νυστεριά

νυφ muokkaa

νύφη - νυφικό - νυφίτσα - νυφοστόλι - νυφούλα

νυχ muokkaa

νυχάκι - νύχι - νυχιά - νυχοκόπτης - νύχτα - νυχτέρεμα - νυχτέρι - νυχτερίδα - νυχτιά - νυχτικιά - νυχτικό - νυχτοκάματο - νυχτοκόπημα - νυχτοκόπος - νυχτολούλουδο - νυχτοπαρωρίτης - νυχτοπαρωρίτρα - νυχτοπερπάτημα - νυχτοπούλι - νυχτοφύλακας - νυχτοφυλακή - νύχτωμα

νωθ muokkaa

νωθρότης - νωθρότητα

νωμ muokkaa

νωματάρχης - νωμίτης - νώμος

νωπ muokkaa

νωπογραφία

νωτ muokkaa

νώτα - νωτιαίος μυελός - νωτιάς φθίσις

νωχ muokkaa

νωχέλεια - νωχελικότητα